- σιρωτόν
- σιρωτόν, [σιρω (τόν?)],A vessel for holding wine or vinegar, Sammelb.1960. (Coptic word.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σιρωτόν — τὸ, Α αγγείο ξιδιού ή κρασιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιρός «αποθήκη, βόθρος», μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *σιρῶ] … Dictionary of Greek